Ερώτηση
Τι σημαίνει να είσαι άπιστος;
Απάντηση
Η λέξη άπιστος σημαίνει απλά «χωρίς πίστη» ή «ενάντιος στην πίστη». Ο άπιστος είναι το πρόσωπο που απορρίπτει τη θρησκεία. Είναι φημισμένη, ωστόσο, η ιστοσελίδα infidels.org, όπου ο όρος infidel στην αγγλική γλώσσα εκφράζει την ελληνική λέξη άπιστος και η οποία ιστοσελίδα επιτίθεται στη χριστιανική πίστη. Οι άπιστοι του Διαδικτύου, που επίσης εκφράζονται με το όνομα Secular Web (κοσμικό δίκτυο), είναι μία από τις κύριες ιστοσελίδες για αθεϊστές και φυσιοκράτες στο Διαδίκτυο. Ο δηλωμένος σκοπός της είναι η υπεράσπιση και προώθηση της φυσιοκρατικής κοσμοθεωρίας στο Διαδίκτυο. Ο χριστιανός απολογητής J.P. Holding έχει δηλώσει, «Το Κοσμικό Δίκτυο διαθέτει μερικούς ευφυείς ανθρώπους αλλά σε γενικές γραμμές έχει από καιρό αποβεί ένα καταφύγιο για κάθε σκεπτικιστή που νομίζει πως τα ξέρει όλα και προφέρει κρίσεις σε ζητήματα πέραν της ειδικότητάς των».
Ο σκοπός αυτού του άρθρου δεν είναι να παράσχει μια ευρεία ανταπόδειξη για κάθε ζήτημα που εγείρουν οι άπιστοι του Διαδικτύου. Ο σκοπός είναι ν' αναδείξει κάποια από τα πολλά σφάλματα της ιστοσελίδας των απίστων του Διαδικτύου.
Τι σημαίνει να είσαι άπιστος; – άρνηση της ύπαρξης του Ιησού
Μεταξύ των ισχυρισμών των απίστων του Διαδικτύου υπάρχει η θέση πως δεν υπήρξε ποτέ ο Ιησούς, μια υπόθεση που για πολύ καιρό περιφέρεται στο περιθώριο της ακαδημαϊκής έρευνας της Καινής Διαθήκης, η οποία όμως δεν κατάφερε ποτέ να προσελκύσει υποστήριξη από κάποιο σημαντικό σώμα ερευνητών. Ο Marshall J. Gauvin στο άρθρο του «Έζησε ποτέ ο Ιησούς;» δηλώνει κατηγορηματικά πως «δεν συμβαίνουν θαύματα. Οι ιστορίες των θαυμάτων είναι ψευδείς. Συνεπώς, κείμενα στα οποία αφηγήσεις θαυμάτων συνδέονται με γεγονότα που θεωρούνται αξιόλογα, είναι αναξιόπιστα, διότι αυτοί που επινόησαν τα θαυματουργικά στοιχεία, θα μπορούσαν εύκολα να επινοήσουν κι εκείνο που είναι φυσικό.» Αν κάποιος αξιώνει την φυσιοκρατική κοσμοθεωρία υποθέτοντας πως τα θαύματα είναι αδύνατα, τότε θα μπορούσε κάποιος, εξίσου εύκολα, ν' αποδείξει μια θεϊστική κοσμοθεωρία υποθέτοντας την ύπαρξη του Θεού. Όποια υπόθεση και αν ακολουθήσει κάποιος, το επιχείρημα αυτοαναιρείται.
Η ανικανότητα και πλήρης παρανόηση του Gauvin στα ζητήματα αυτά, φανερώνεται περαιτέρω στην ακόλουθη παράγραφο:
Σχετικά με τη θεωρία της σταύρωσης του Χριστού, πώς θα εξηγήσουμε το γεγονός πως κατά τη διάρκεια των πρώτων οκτώ αιώνων της εξέλιξης του χριστιανισμού, η χριστιανική τέχνη απεικόνιζε ένα αρνί, κι όχι έναν άνθρωπο, που υποφέρει στον σταυρό για τη σωτηρία του κόσμου; Ούτε η ζωγραφική στις κατακόμβες ούτε τα λαξευτά στους χριστιανικούς τάφους απεικόνιζαν μια ανθρώπινη φιγούρα πάνω στο σταυρό. Παντού, ένα αρνί χρησιμοποιείτο ως χριστιανικό σύμβολο —ένα αρνί που βαστάει έναν σταυρό, ένα αρνί στη βάση του σταυρού, ένα αρνί πάνω στο σταυρό. Κάποιες απεικονίσεις έδειχναν ένα αρνί με ανθρώπινο κεφάλι, ώμους και μπράτσα που κρατούν έναν σταυρό στα χέρια του –το αρνί του Θεού στη διαδικασία της ανάληψης της ανθρώπινης μορφής- ο μύθος της σταύρωσης να μετατρέπεται σε πραγματικότητα. Στο κλείσιμο του όγδοου αιώνα, ο πάπας Ανδριανός Α΄, επικυρώνοντας τις αποφάσεις της έκτης Συνόδου της Κωνσταντινούπολης, διέταξε πως από εκεί και μετά η μορφή ενός ανθρώπου θα πρέπει να πάρει τη θέση του αρνιού στο σταυρό. Χρειάστηκαν οκτακόσια χρόνια για τον χριστιανισμό ώστε ν' αναπτύξει το σύμβολο του πάσχοντα Σωτήρα. Για οκτακόσια χρόνια, ο σταυρωμένος Χριστός ήταν ένα αρνί. Αλλά αν πραγματικά σταυρώθηκε ο Χριστός, γιατί τη θέση του στο σταυρό την είχε σφετεριστεί ένα αρνί; Στο φως της Ιστορίας και της λογικής και στη θέα ενός αρνιού στο σταυρό, γιατί θα πρέπει να πιστέψουμε στη σταύρωση;
Επιχειρήματα όπως αυτό δεν απαιτούν κάποιο σχόλιο για τον χριστιανό που έχει βασική γνώση της Αγίας Γραφής του. Ο Gauvin δεν καταπιάνεται καθόλου με την εικόνα του πασχαλινού αμνού στον χριστιανισμό· στ' αλήθεια, δεν αξίζει κάποια αναφορά;
Ας προσέξουμε βασικά τρία σημεία που ανακύπτουν στα άρθρα των απίστων του Διαδικτύου. Αυτά είναι η έλλειψη κοσμικών αναφορών, η σύγκριση των κανονικών ευαγγελίων με τις πηγές των Γνωστικών και οι υποτιθέμενες ομοιότητες με τον παγανισμό.
Πρώτον, ας θεωρήσουμε την αναφορά του Ιωσήπου στον Ιησού. Γράφει ο Gauvin:
Στα τελευταία χρόνια του πρώτου αιώνα, ο Ιώσηπος, ο πασίγνωστος Ιουδαίος ιστορικός, έγραψε το φημισμένο του έργο «Ιουδαϊκή Αρχαιολογία». Σ' αυτό το έργο, ο ιστορικός δεν κάνει καμία αναφορά στον Χριστό, και για διακόσια χρόνια μετά το θάνατο του Ιωσήπου, το όνομα του Χριστού δεν εμφανιζόταν στην ιστορία του. Δεν υπήρχαν εκτυπωτικές μηχανές εκείνες τις ημέρες. Τα βιβλία αναπαράγονταν δια της αντιγραφής. Ήταν, συνεπώς, εύκολο να προστεθεί ή ν' αλλάξει κάτι που ο συγγραφέας είχε γράψει. Η εκκλησία αισθάνθηκε ότι ο Ιώσηπος όφειλε ν' αναγνωρίσει τον Χριστό και ο νεκρός ιστορικός «αναγκάστηκε» να το κάνει. Τον τέταρτο αιώνα, ένα αντίγραφο της «Ιουδαϊκής Αρχαιολογίας» εμφανίστηκε, στο οποίο υπήρχε η εξής περικοπή: «Γύρω στην εποχή αυτή εμφανίστηκε ο Ιησούς, ένας σοφός άνθρωπος, αν βέβαια μπορούμε να τον ονομάσουμε έτσι. Γιατί έκανε θαύματα και δίδασκε τους ανθρώπους, οι οποίοι δέχονταν με χαρά την αλήθεια. Συγκέντρωσε γύρω του πολλούς από τους Ιουδαίους και πολλούς από τους εθνικούς. Αυτός ο άνθρωπος ήταν ο Χριστός. Όταν λοιπόν τον καταδίκασε ο Πιλάτος σε σταυρικό θάνατο, αφού παραπέμφθηκε από τους άρχοντές μας, εκείνοι που τον αγαπούσαν δεν χάθηκαν. Γιατί εμφανίστηκε σ' αυτούς την τρίτη μέρα και πάλι ζωντανός, όπως οι προφήτες είχαν μιλήσει γι' αυτά και για χιλιάδες άλλα θαυμάσια σχετικά μ' αυτόν. Ακόμα και σήμερα η φυλή των χριστιανών, όπως ονομάστηκαν από το όνομά του, δεν έχει πεθάνει».
Είναι αλήθεια ότι σπάνια αμφισβητείται πως η περικοπή αυτή από την Ιουδαϊκή Αρχαιολογία περιέχει κάποιες παρεμβολές που εισήχθησαν από μεταγενέστερους αντιγραφείς (μια πολύ μικρή μειονότητα πανεπιστημιακών πιστεύουν πως ολόκληρη η περικοπή είναι γνήσια). Αλλά οι άπιστοι του Διαδικτύου προφανώς αποδέχονται τη θεωρία της «πλήρους παρεμβολής».
Ποιοι είναι μερικοί από τους λόγους της αποδοχής της περικοπής αυτής ως μερικώς γνήσιας, από τη στιγμή που οι σαφείς παρεμβολές έχουν μετακινηθεί; Ίσως ο πλέον σημαντικός παράγοντας που οδηγεί τους περισσότερους ερευνητές να δεχθούν την άποψη της μερικής αυθεντικότητας είναι ότι ένα ουσιώδες τμήμα της περικοπής αντανακλά την τυπική γλώσσα και το ύφος του Ιωσήπου. Περαιτέρω, όταν οι σαφείς παρεμβολές έχουν μετακινηθεί, το εναπομένον τμήμα είναι συνεκτικό και ρέει φυσιολογικά.
Ένα σημαντικό τμήμα αυτής της αναφοράς στον Ιησού θεωρείται από την πλειονότητα των ερευνητών ως χαρακτηριστικό του Ιωσήπου, και μόνο μερικές φράσεις είναι προφανώς χριστιανικές. Πλέον αυτού, αρκετές φράσεις του Ιωσήπου απουσιάζουν από την αρχέγονη χριστιανική λογοτεχνία, και φράσεις ή όροι που οι χριστιανοί είναι πιθανό πως δεν θα χρησιμοποιούσαν βρίσκονται εκεί. Υπάρχει και μία φράση που κάθε χριστιανός γραμματέας θα γνώριζε πως αποτελεί σφάλμα («Συγκέντρωσε γύρω του πολλούς από τους Ιουδαίους και πολλούς από τους εθνικούς»).
Είναι ενδιαφέρον ότι ο Gauvin δεν κάνει λόγο για μια άλλη αναφορά στα γραπτά του Ιωσήπου στον Ιησού – τη γνησιότητα της οποίας σχεδόν όλοι οι μελετητές αποδέχονται σχεδόν στην ολότητά της:
Ο Άνανος ο νεότερος, ο οποίος, όπως ήδη είπαμε είχε γίνει αρχιερέας, ήταν θρασύς και παράτολμος άνθρωπος και μέλος των Σαδδουκαίων, οι οποίοι είναι οι πιο αυστηροί από όλους τους άλλους Εβραίους όταν κρίνουν παραστρατήματα, όπως ήδη έχουμε πει. Επειδή λοιπόν ήταν τέτοιος ο Άνανος, και επειδή ο Φήστος ήταν νεκρός και ο Αλβίνος ακόμα καθ' οδόν, θεώρησε πως του δόθηκε η ευκαιρία· συγκέντρωσε συνέδριο κριτών και έφερε κατηγορούμενο τον αδελφό του Ιησού του λεγόμενου Χριστού, που τον λέγανε Ιάκωβο, και κάποιους άλλους, με την κατηγορία ότι παρέβησαν το νόμο και τους παρέδωσε για λιθοβολισμό.
Η πλειονότητα των ερευνητών θεωρεί αυθεντική την περικοπή αυτή για τους ακόλουθους λόγους:
1. Δεν υπάρχει από μέρους του κειμένου ενάντια μαρτυρία. Εμφανίζεται σε κάθε αντίγραφο της Ιουδαϊκής Αρχαιολογίας. Αυτό το στοιχείο ισχύει, επίσης, και για την προαναφερθείσα περικοπή.
2. Υπάρχει συγκεκριμένη χρήση μη χριστιανικής ορολογίας. Για παράδειγμα, ο χαρακτηρισμός του Ιακώβου ως «αδελφού του Χριστού» έρχεται σε αντίθεση με τη χριστιανική πρακτική που τον αποκαλεί «αδελφό του Κυρίου». Η περικοπή, συνεπώς, δεν ανταποκρίνεται ούτε στην Καινή Διαθήκη ούτε σε προγενέστερη χριστιανική χρήση.
3. Η έμφαση της περικοπής δεν αφορά τον Ιησού, ούτε ακόμη τον Ιάκωβο, αλλά τον αρχιερέα Άννα. Δεν επαινείται ούτε ο Ιησούς ούτε ο Ιάκωβος.
4. Ούτε η περικοπή αυτή, ούτε η ευρύτερη συνδέει τον Ιησού με τον Ιωάννη τον βαπτιστή, όπως θα προσδοκούσαμε από μια χριστιανική παρεμβολή.
Ο Gauvin συνεχίζει να επιχειρηματολογεί:
Στα «Χρονικά» του Τάκιτου, του Ρωμαίου ιστορικού, υπάρχει μια άλλη σύντομη περικοπή που αναφέρεται στον «Χριστό» ως τον ιδρυτή μιας ομάδας που αποκαλούνταν χριστιανοί-άνθρωποι «που μισούνταν για τα έργα τους». Τα λόγια αυτά υπάρχουν στην αναφορά του Τάκιτου σχετικά με την πυρκαγιά της Ρώμης. Η μαρτυρία της περικοπής αυτής δεν είναι πιο δυνατή από αυτήν του Ιωσήπου. Δεν αναφερόταν από κανένα συγγραφέα πριν τον 15ο αιώνα· κι όταν αναφερόταν, υπήρχε ένα, μόνο, αντίγραφο των «Χρονικών» στον κόσμο· και το αντίγραφο αυτό θεωρείτο πως είχε γραφτεί τον όγδοο αιώνα, εξακόσια χρόνια μετά τον θάνατο του Τάκιτου. Τα «Χρονικά» δημοσιεύθηκαν μεταξύ του 115 και 117 μ.Χ., σχεδόν έναν αιώνα μετά τον καιρό του Ιησού, έτσι η περικοπή αυτή, ακόμη και αν είναι γνήσια, δεν αποδεικνύει κάτι σχετικά με τον Ιησού.
Τα λόγια αυτά αποβλέπουν στο να ξεφύγει από το σημείο. Η ύπαρξη του Ιησού δεν αμφισβητείτο στην Παλαιστίνη του πρώτου αιώνα και η αρνητική αναφορά στον Ιησού από τον Τάκιτο και άλλους παρέχει ισχυρή μαρτυρία ότι ο Ιησούς ήταν τουλάχιστον γνωστός ως πρόσωπο υπαρκτό κι επιφανές. Γιατί αυτοί που τον σχολίαζαν αρνητικά δεν αρνούνταν την ύπαρξή του; Από πού άντλησαν τις πληροφορίες τους; Επιπλέον, ένα από τα πλέον σημαντικά χαρακτηριστικά του Τάκιτου ήταν η προσεκτική έρευνα. Η αξιοπιστία του ως ιστορικού προκαλεί κάθε κατηγορία πως έχει δανειστεί άκριτα πληροφορίες από οποιαδήποτε πηγή. Η άποψη πως ο Τάκιτος έλαβε τις πληροφορίες του από χριστιανούς αποδοκιμάζεται από το αρνητικό ύφος της αναφοράς.
Θα έτεινε, ο Τάκιτος, να επαναλάβει απλά τα λόγια που του είπαν οι άνθρωποι που δεν του άρεσαν; Σε τελευταία ανάλυση, όταν αναφέρεται στην ιστορία και τις πεποιθήσεις των Ιουδαίων –τους οποίους απεχθάνεται όσο και τους χριστιανούς- φαίνεται αρκετά προφανές από τις υποτιμητικές περιγραφές του, ότι ο Τάκιτος δεν έτεινε να συμβουλευτεί την άποψη των Ιουδαίων, ή ακόμη τη γνώμη των «πληροφοριοδοτών των Ιουδαίων».
Ο Gauvin παραλείπει ν' αναφερθεί σε άλλες εξωχριστιανικές αναφορές στον Ιησού, ανάμεσα στις οποίες είναι το Ταλμούδ και τα κείμενα του Λουκιανού, του Πλίνιου, του Σουετώνιου, του Τάκιτου και του Θαλλού. Αλλά ακόμη και αν υποθέταμε πως δεν υπήρχαν τέτοιες αναφορές στον Ιησού τον πρώτο και αρχές του δεύτερου αιώνα, θα είχαμε και πάλι μια πολύ δυνατή θέση για την ύπαρξή Του. Γιατί; Αν οι ακόλουθοι του Ιησού είχαν αποφασίσει να κατασκευάσουν έναν μυθικό Ιησού, αποδίδοντάς του λόγια, στην προσπάθειά τους να τον παρουσιάσουν ως κάποιον που ισχυριζόταν πως κατείχε μεσσιανική εξουσία, τότε ανακύπτουν διάφορα προβλήματα. Πρώτον, φαίνεται πως το έκαναν αυτό με τελείως εσφαλμένο τρόπο. Αν ο σκοπός τους ήταν να ξεκινήσουν μια καινούρια θρησκεία, θα ήταν συνετό να την διαμορφώσουν σύμφωνα με τις προσδοκίες των ανθρώπων, τους οποίους επιδίωκαν να πείσουν. Η ιουδαϊκή άποψη περί Μεσσία ήταν πως πρόκειται για κάποιον μεγάλο στρατιωτικό ηγέτη, που θα τους απελευθέρωνε από τη ρωμαϊκή καταπίεση. Δεύτερον, η σύγχρονη πανεπιστημιακή κοινότητα συμφωνεί ομόφωνα πως οι μαθητές πίστευαν ειλικρινά αυτό που διακήρυτταν (ήσαν πρόθυμοι να υποστούν απάνθρωπες εκτελέσεις για την πίστη τους, χωρίς να την αποκηρύξουν, μεταξύ άλλων λόγων). Τρίτον, με δεδομένο πως η πρώτη χριστιανική διακήρυξη, μετά την ανάσταση, έγινε στην Ιερουσαλήμ (όπου είχε βασιστεί η δημόσια διακονία του Ιησού), ήσαν κάπως περιορισμένοι σε σχέση με το διαθέσιμο υλικό που θα μπορούσαν να επινοήσουν. Αν η ύπαρξη του Ιησού αποτελούσε μια σκευωρία, χωρίς αμφιβολία θα την διέδιδαν στη Ρώμη ή αλλού, όσο πιο μακριά γινόταν από αυτόπτες μάρτυρες.
Επιπλέον, ας θεωρήσουμε την κατάσταση που αντιμετώπισαν οι μαθητές Του μετά τη σταύρωση. Ο ηγέτης τους ήταν νεκρός. Και οι Ιουδαίοι, παραδοσιακά, δεν πίστευαν σ' έναν νεκρό Μεσσία, πολύ δε λιγότερο σ' έναν αναστημένο Μεσσία. Είναι αλήθεια πως οι πεποιθήσεις των ορθοδόξων Ιουδαίων αναφορικά με τη μετά θάνατο ζωή, απέκλειαν την πιθανότητα της σωματικής ανάστασης κάποιου από τους νεκρούς στη δόξα και στην αφθαρσία, πριν τη καθολική ανάσταση στο τέλος του κόσμου. Η ραβινική ερμηνεία, αναφορικά με τις προφητείες περί ανάστασης του Μεσσία, ήταν πως θα ανίστατο από τους νεκρούς στο τέλος των καιρών, μαζί με όλους τους νεκρούς αγίους. Είναι λοιπόν αξιοσημείωτο ότι οι μαθητές δεν χαρακτηρίζονταν από την πίστη της σωματικής ανάστασης, διότι ήταν αντίθετη με τον δεδομένο, κυρίαρχο ιουδαϊκό τρόπο σκέψης. Αυτό ίσως εξηγεί το γιατί ο Ιωάννης καταθέτει στην αφήγησή του (Ιωάννης 20:9), πως όταν ανακάλυψαν τον άδειο τάφο «δεν καταλάβαιναν ακόμα τη γραφή, ότι αυτός πρέπει να αναστηθεί από τους νεκρούς». Αν οι μαθητές είχαν επινοήσει έναν απώτερο σκοπό, θα είχαν αναμφισβήτητα διατυπώσει, στην καλύτερη περίπτωση, μια πνευματική ανάσταση, διότι μια φυσική και σωματική ανάσταση θα είχε αδυσώπητα εκτεθεί με την παρουσία ενός πτώματος. Αντιθέτως, εκείνοι μιλούσαν για την ανάσταση του φυσικού σώματος, το οποίο, αν ήταν ψευδές ως γεγονός, αποτελούσε μεγάλο κίνδυνο ώστε να τον αναλάβουν, αν εξακριβωνόταν η κατάσταση του σώματος. Συνεπώς πίστεψαν σε μια κυριολεκτική ανάσταση διότι είχαν γίνει μάρτυρες της. Οι θρησκευτικοί ηγέτες της εποχής δεν ήθελαν τίποτα άλλο παρά να καταπνίξουν τον χριστιανισμό.
Ένας τελευταίος λόγος στο γιατί οι ακόλουθοι του Ιησού είναι απίθανο να είχαν επινοήσει έναν μυθικό Ιησού, αφορά τον θάνατό Του δια της σταύρωσης. Σύμφωνα με τον ιουδαϊκό νόμο, η εκτέλεση του Ιησού πάνω σ' ένα ξύλο, έδειχνε πως ήταν άνθρωπος κυριολεκτικά καταραμένος από τον Θεό (Δευτερονόμιο 21:23). Η σταύρωση ήταν αναμφίβολα μια καταστροφή για τον τρόπο σκέψης της πρώτης εκκλησίας, διότι είχε δείξει αποτελεσματικά ότι οι Φαρισαίοι και το ιουδαϊκό Συνέδριο είχε δίκιο, και ότι οι μαθητές είχαν αφήσει τα σπίτια τους, τις οικογένειές τους και τις περιουσίες τους για ν' ακολουθήσουν έναν αιρετικό, έναν άνθρωπο κυριολεκτικά καταραμένο από τον Θεό.
Τι σημαίνει να είσαι άπιστος; – παραπλανητικές προτάσεις
Σύμφωνα με τον Gauvin:
Κυκλοφορούσαν πολλά ευαγγέλια τους πρώτους αιώνες κι ένας μεγάλος αριθμός από αυτά ήταν πλαστογραφίες. Ανάμεσά τους ήταν το «ευαγγέλιο του Παύλου», το «ευαγγέλιο του Βαρθολομαίου», το «ευαγγέλιο του Ιούδα τους Ισκαριώτη», το «ευαγγέλιο των Αιγυπτίων», το «ευαγγέλιο των αναμνήσεων του Πέτρου», τα «λόγια του Χριστού» και πλήθος άλλων ευσεβών δημιουργιών, μια συλλογή που διαβάζονται ως «τα απόκρυφα της Καινής Διαθήκης». Άσημοι άνθρωποι έγραψαν ευαγγέλια και προσάρτησαν τα ονόματα επιφανών χριστιανών σ' αυτά, προκειμένου να τους προσδώσουν εμφάνιση σπουδαιότητας. Πλαστογραφήθηκαν κείμενα με το όνομα των αποστόλων, ακόμη και στο όνομα του Χριστού. Οι μεγαλύτεροι χριστιανοί δάσκαλοι δίδαξαν πως αποτελούσε αρετή το να εξαπατήσεις και ψευσθείς για τη δόξα της πίστης. Ο Dean Milman, ο κοινά αποδεκτός χριστιανός ιστορικός λέει: "Η ευσεβής απάτη ήταν αναγνωρισμένη και δημόσια δηλωμένη». Ο Δρ. Giles γράφει: «Δεν υπάρχει αμφιβολία πως μεγάλος αριθμός βιβλίων γράφτηκαν τότε με σκοπό να εξαπατήσουν». Ο καθηγητής Robertson Smith λέει: «Υπήρχε τεράστια ποσότητα ψευδούς φιλολογίας που περιφερόταν κι είχε δημιουργηθεί για να εκφράσει αιρετικές απόψεις». Η αρχέγονη εκκλησία είχε πλημμυρίσει από κίβδηλα θρησκευτικά κείμενα. Από όλη αυτήν την ποσότητα φιλολογίας, τα ευαγγέλια της Καινής Διαθήκης διαλέχτηκαν από επισκόπους και αποκλήθηκαν ο θεόπνευστος λόγος του Θεού. Πλαστογραφήθηκαν κι αυτά τα ευαγγέλια; Δεν υπάρχει απόδειξη πως δεν έγινε κάτι τέτοιο. Αλλά μπορώ να ρωτήσω: Αν ο Χριστός ήταν μια ιστορική προσωπικότητα, γιατί ήταν απαραίτητο να πλαστογραφήσει κάποιος κείμενα για ν' αποδείξει την ύπαρξή του; Σκέφτηκε ποτέ κανένας να πλαστογραφήσει κείμενα προκειμένου ν' αποδείξει την ύπαρξη κάποιου προσώπου που ήταν γνωστό πως έζησε; Οι αρχέγονες χριστιανικές πλαστογραφίες αποτελούν τεράστια μαρτυρία στην αδυναμία της χριστιανικής υπόθεσης.
Με δεδομένο ότι οι Γνωστικοί απέδωσαν τα «ευαγγέλιά» τους σε επιφανείς προσωπικότητες της εκκλησίας του πρώτου αιώνα, όπως ο Πέτρος, ο Θωμάς, η Μαρία η Μαγδαληνή, θα σκεπτόταν κάποιος πως αυτό θα προσέδιδε βάρος στην υπόθεση πως η αρχέγονη εκκλησία ήταν πιστή στο ν' αποδίδει τα γραπτά της κείμενα στους σωστούς ανθρώπους. Γιατί, τότε, ν' αποδώσει τα ευαγγέλια σε ανθρώπους δεύτερης κατηγορίας, όπως ο Μάρκος και ο Λουκάς; Εξάλλου, η αρχέγονη εκκλησία πρόθυμα επιβεβαιώνει ότι ο Μάρκος λαμβάνει πολλές πληροφορίες από τον Πέτρο. Γιατί λοιπόν να μην αποδοθεί στον Πέτρο, αν το όλο θέμα είναι η αξιοπιστία; Δεν θίγεται το σημείο αυτό στο άρθρο μας. Επίσης, τα γνωστικά ευαγγέλια ΔΕΝ γράφτηκαν για ν' αποδείξουν την ύπαρξη του Ιησού. Οι άπιστοι του Διαδικτύου δείχνουν πλήρη έλλειψη κατανόησης ή εκτίμησης του υποστρώματος του Γνωστικισμού, όπως και του σχετικού σκοπού που υπάρχει πίσω από τα αναπαραγόμενα κείμενα. Δεν υπήρχε καμία διαμάχη στην αρχέγονη εκκλησία αναφορικά με την ταυτότητα συγγραφής των τεσσάρων κανονικών ευαγγελίων. Στον καθένα που είναι λίγο εξοικειωμένος με την εκκλησιαστική ιστορία, το επιχείρημα αυτό δεν πείθει καθόλου.
Τι σημαίνει να είσαι άπιστος; – ο ισχυρισμός της «αντιγραφής»- λογοκλοπής από ειδωλολατρικές θρησκείες
Ένας ισχυρισμός που συχνά έρχεται στο προσκήνιο στην ιστοσελίδα των απίστων του Διαδικτύου, είναι ο ισχυρισμός ότι ο χριστιανισμός αποτελεί μια προσαρμογή πολλών ειδωλολατρικών θρησκειών και μυθολογιών, ένας ισχυρισμός που εδώ και πολύ καιρό έχει απορριφθεί από την πλειονότητα των ερευνητών. Από τη σκοπιά του ισχυρισμού αυτού, δεν βγαίνει κάποιο νόημα γιατί η επιστήμη, οι μονοθεϊστές Ιουδαίοι που εδραιώθηκαν στην παλαιστινιακή κουλτούρα, θα είχαν ανάγκη να δανειστούν από τους ειδωλολάτρες «μυστηριακές θρησκείες» και ακολούθως να οδηγηθούν στον θάνατό τους διακηρύττοντας αυτό που γνώριζαν πως αποτελεί ξεκάθαρη συνωμοσία.
Ωστόσο, ο James Still γράφει στο άρθρο του «Η Παρθενική Γέννηση και τα Μυστήρια της Παιδικής Ηλικίας του Χριστού»:
Καθώς περνούσε ο χρόνος, μπορούσε κάποιος ν' αντιληφθεί πως η βασιλεία του Θεού καθυστερούσε. Μεταξύ των ελληνιστών Ιουδαίων και των Ελλήνων ειδωλολατρών που σκεπτόντουσαν τη μεταστροφή τους στον χριστιανισμό, η καθυστέρηση αυτή έθετε περισσότερα ερωτήματα παρά απαντήσεις. Επιπροσθέτως, οι Έλληνες ειδωλολάτρες, από τους οποίους ο χριστιανισμός θα αντλούσε τους προσήλυτους και τελικά θα άκμαζε, ήσαν από τη φύση τους σκεπτικιστές απέναντι σε κάθε νέο σωτήρα και στις ουράνιες ανταμοιβές που υπόσχονταν. Οι Έλληνες αυτοί είχαν να επιλέξουν μεταξύ πολλών μυστηριακών αιρέσεων και θεών που είχαν ανακύψει, καθεμιά από τις οποίες υποσχόταν πλούτη και αιώνια ευδαιμονία στον Ουρανό στη μετά θάνατο ζωή. Ο Ιησούς είχε λίγα να προσφέρει στους Έλληνες αυτούς. Ήταν, όπως λένε όλοι, ένας θνητός Ιουδαίος μεσσίας, που απευθυνόταν μόνο στους απογόνους του Αβραάμ και τους έλεγε να ετοιμάσουν τον δρόμο του Κυρίου που θα οικοδομούσε μια νέα Ιερουσαλήμ ειδικά για τον εκλεκτό λαό του. Ο Ιησούς του ευαγγελιστή Μάρκου που ήταν γνωστός στους ακόλουθούς του στα μέσα προς τέλη του πρώτου αιώνα (πριν γραφτούν τα ευαγγέλια του Ματθαίου, Λουκά και Ιωάννη) δεν πρόσφερε τίποτα από τα γνωρίσματα των από καιρό τιμώμενων ηθικό-σωτήρων, θεών, όπως ο Διόνυσος ή ο Ηρακλής. Το χαρακτηριστικό της παρθενικής γέννησης του Ιησού ήταν αναγκαίο αν επρόκειτο ο Ιησούς να γίνει αποδεκτός από τους ειδωλολάτρες του εξελληνισμένου κόσμου.
Αλλά τότε, καμία από τις δύο αφηγήσεις που αναφέρονται στον Διόνυσο δεν υποδηλώνουν παρθενική γέννηση. Σύμφωνα μ' έναν θρύλο, ο Διόνυσος είναι ο καρπός του Δία και της Περσεφόνης. Η Ήρα γίνεται απίστευτα ζηλιάρα και προσπαθεί να εξοντώσει το βρέφος στέλνοντας τους Τιτάνες να το σκοτώσουν. Ο Ζευς έρχεται να το σώσει αλλά είναι πολύ αργά. Οι Τιτάνες το έφαγαν όλο εκτός από την καρδιά του Διονύσου. Τότε ο Ζευς παίρνει την καρδιά και την εμφυτεύει στη μήτρα της Σεμέλης. Στον δεύτερο θρύλο, ο Ζευς καθιστά έγκυο μια θνητή γυναίκα, τη Σεμέλη, για να ζηλέψει η Ήρα. Η Ήρα πείθει τη Σεμέλη να ζητήσει από τον Δία ν' αποκαλύψει τη δόξα του σ' αυτήν, διότι κανένας θνητός δεν μπορεί ν' ατενίσει τους θεούς και να ζήσει. Η Σεμέλη καίγεται στιγμιαία. Ο Δίας τότε παίρνει το έμβρυο Διόνυσο και τον εμφυτεύει στον μηρό του μέχρις ότου γεννηθεί. Όπως βλέπουμε δεν υπάρχει καμία παρθενική γέννηση αλλά έτσι λέγεται πως ο Διόνυσος είχε καταστεί μια θεότητα που ξαναγεννήθηκε, καθώς δύο φορές ενσωματώθηκε.
Ο Richard Carrier κάνει την υπόθεση, αλλού, πως «ο Ώρος της Ελλάδας αναφέρεται ότι πρώτα βασίλεψε χίλια χρόνια, μετά πέθανε, μετά θάφτηκε για τρεις ημέρες, στο τέλος του οποίου χρονικού διαστήματος θριάμβευσε πάνω στον Τυφώνα, τον κακό άρχοντα, και αναστήθηκε ξανά για να ζει έκτοτε.» Αλλά ο Carrier σφάλλει. Η μόνη σύνδεση που μπορούμε να κάνουμε με τον Ώρο και την ανάστασή του είναι αν θεωρήσουμε την τελική συνένωση του Ώρου με τον Όσιρι. Αλλά μια τέτοια θεωρία είναι γεμάτη αντιφάσεις, που προφανώς έγιναν αντιληπτές από τους Αιγύπτιους καθώς μεταγενέστερα άλλαξαν τις πεποιθήσεις τους για να διορθώσουν τις αντιφάσεις. Στον αιγυπτιακό μύθο, ο Όσιρις είτε διαμελίζεται από τον Σεθ στη μάχη ή σφραγίζεται σ' ένα μπαούλο και πνίγεται στον Νείλο. Η Ίσις, κατόπιν, συναρμολογεί το σώμα του Όσιρι και τον ανασταίνει για να συλλάβει κληρονόμο που θα εκδικηθεί τον θάνατο του Όσιρι (αν και πρακτικά ο Όσιρις ποτέ δεν ανίσταται πραγματικά, καθώς δεν του επιτρέπεται να επιστρέψει στον κόσμο των ζώντων).
Η ιστοσελίδα των απίστων χαρακτηρίζεται από ποικίλη παραπληροφόρηση αναφορικά με ειδωλολατρικές θεότητες και τον συχνό ισχυρισμό ότι οι χριστιανοί «δανείστηκαν» υλικό από αυτούς. Ένας τέτοιος ισχυρισμός θα πρέπει ν' αποδειχθεί ή έστω να υποστηριχθεί από τις πλέον αδύναμες μαρτυρίες.
Τι σημαίνει να είσαι άπιστος; — Συμπέρασμα
Η ιστοσελίδα των απίστων του Διαδικτύου αποτελεί απλά την εκ νέου θεώρηση παλιών θεωριών συνωμοσίας , όπως επίσης χονδροειδή παραπληροφόρηση και υπερβολές, σχεδόν όλες, όμως, έχουν εγκαταλειφθεί από την ομόφωνη αντίληψη της έρευνας. Ωστόσο, οι άπιστοι συνεχίζουν να προσελκύουν ένα σημαντικό κομμάτι Διαδικτυακής κίνησης. Στην Ιστορία, λίγα είναι βέβαια αλλά υπάρχει, επίσης, ένας βαθμός σκεπτικισμού που καθιστά το καθήκον του ιστορικού αδύνατο. Πέραν αυτού, η θέση πως η αρχέγονη εκκλησία δανείστηκε υλικό από τις αρχαίες ειδωλολατρικές θρησκείες και ότι ο Ιησούς δεν υπήρξε ποτέ, απαιτεί έναν επιλεκτικό σκεπτικισμό, σχετικά με τον οποίο οι πηγές είναι αξιόπιστες και υπάρχει η γνώση του πώς πρέπει να ερμηνεύσουμε άλλες φωνές. Τελικά, αν οι άπιστοι του Διαδικτύου έχουν δίκιο στo επιχείρημά τους ότι ο Ιησούς δεν υπήρξε, η υπόθεση αυτή καθιστά τον χριστιανισμό ένα πολύ απίστευτο φαινόμενο, παρά αν πραγματικά υπήρξε. Όπως ο ψαλμωδός επιβεβαιώνει, «Είπε μες στην καρδιά του ο ασύνετος: «Δεν υπάρχει Θεός που να ενεργεί» (Ψαλμός 14:1).
English
Τι σημαίνει να είσαι άπιστος;